- καρπιστεία
- καρπιστεία, ἡ, emancipatio
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρπιστεία — και καρπιστία, ἡ (Α) [καρπίζω (II)] η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση … Dictionary of Greek